παιγνιδιάρης

παιγνιδιάρης
α, ικρ
1) любящий играть; 2) игривый; кокетливый; шаловливый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "παιγνιδιάρης" в других словарях:

  • παιγνιδιάρης — α, ικο, θηλ. και παιγνιδιάρισσα βλ. παιχνιδιάρης …   Dictionary of Greek

  • παιχνιδιάρης — και παιγνιδιάρης, α και ισσα, ικο 1. αυτός που τού αρέσει να ασχολείται με παιχνίδια, εύθυμος, χωρατατζής 2. αυτός που τού αρέσουν τα ερωτικά παιχνίδια, οι ερωτοτροπίες, ερωτύλος («παιχνιδιάρα γυναίκα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παιχνίδι / παιγνίδι + κατάλ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»